- σφριγανός
- -ή, -όν, Α1. αυτός που βρίσκεται σε ακμή, σφριγηλός2. ογκώδης, φουσκωμένος3. (κατά τα Σχόλ. Απολλ. Ροδ.) «ἰσχυρός, στερεός».[ΕΤΥΜΟΛ. < σφριγῶ + επίθημα -ανός (πρβλ. τραγ-ανός)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σφριγανός — plump masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφριγανόν — σφριγανός plump masc acc sg σφριγανός plump neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφριγανωτέρα — σφριγανωτέρᾱ , σφριγανός plump fem nom/voc/acc comp dual σφριγανωτέρᾱ , σφριγανός plump fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)